Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

από τα μικρά

  • 1 μικρός/

    η, ό [ά, όν ] 1.
    1) маленький, малый, небольшой;

    μικρο χωριό — маленькая деревня;

    μικρό διάστημα χρόνου — небольшой промежуток времени;

    μικρός/ πονόδοντος — слабая зубная боль;

    μικρά έξοδα — мелкие расходы;

    μικρού μεγέθους — или μικρου όγκου — малогабаритный;

    2) маленький, меньший, младший (по возрасту);

    μικρες τάξεις — младшие классы;

    θυμδσαι όταν είμαστε μικροί; — ты помнишь, когда мы были маленькими?;

    είσαι μικρός/ ακόμα — ты мал ещё;

    είσαι πολύ μικρός/ γιά να... — ты ещё слишком мал, чтобы...;

    από μικρό παιδί — с малых лет, с детства;

    από τα μικρά μου χρόνια — с малых лет;

    3) мелкий, незначительный; несерьёзный;

    μικρης σημασίας — маловажный;

    μικρής αξίας — малоценный;

    μικρός/ άνθρωπος — а) маленький, незначительный человек; — б) мелкая душа (о человеке);

    § μικρές ώρες — ночные часы после двенадцати;

    μικρή ταχύτητα — ж.-д. малая скорость;

    μικρ, αλλά θαυματουργός — мал, да удал;

    μικροί και μεγάλοι — от мала до велика;

    ο ένας πιο μικρός/ απ' τον άλλον — один меньше другого, мал мала меньше;

    μικρόν κατά μικρόν — мало-помалу;

    μετά μικρόν — вскоре;

    προ μικρού — недавно;

    μικρού δείν — без малого...; — едва не..., чуть было не...;

    2. (о, η, τό) маленький мальчик;

    η μικρή — маленькая девочка;

    τό μικρό — ребёнок, малышка;

    3. (ο, η) мальчик (девочка) на побегушках, бой, слуга

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μικρός/

  • 2 χρόνια

    τα (πλ. от χρόνος) года, годы, лета;

    τα πολλά χρόνια — многие, долгие годы;

    παιδικά χρόν. — детские годы;

    τα χρόνια είκοσι — двадцатые годы;

    πόσω[ν] χρόνώ[ν] είσαι; — сколько тебе лет?;

    είμαι είκοσι χρόνώ[ν] — мне двадцать лет;

    από τα μικρά χρόνια — с юных лет;

    όλα ( — или σ'ύλα) τα χρόνια — во все времени;

    στα χρόνια μου — в мой годы;

    τρία χρόνια πρίν — три года тому назад;

    § χρόνια πολλά — долгих лет жизни;

    χρόνια έχω να... — давно не...;

    από χρόνια — давно;

    τα χρόνια φέρνουν τα φρόνια — посл, благоразумие приводит с годами;

    εκατό χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει посл, горбатого могила исправит

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χρόνια

  • 3 πρασσω

         πράσσω
        эп.-ион. πρήσσω, атт. πράττω (pf. 1 πέπρᾱχα, pf. 2 πέπρᾱγα; pass.: fut. 1 πραχθήσομαι, fut. 2 πρᾱγήσομαι, aor. 1 ἐπράχθην, aor. 2 ἐπράγην с ᾱ, pf. πέπραγμαι, fut. 3 πεπράξομαι; adj. verb. πρακτέος)
        1) проходить, пролетать, проделывать
        

    (κέλευθον Hom.; ὁδόν HH. и ὁδοῖο Hom.)

        2) переезжать, переплывать
        

    (ἅλα Hom.)

        3) делать, совершать, приводить в исполнение
        

    (φόνον, ἀρετάς Pind.)

        πέπρακται τοὔργον Aesch. — дело сделано;
        φεῦ φεῦ πέπρακται! Eur. — увы, свершилось!;
        τὸ πραχθέν Plat., τὰ πραχθέντα Aesch. и τὰ πεπραγμένα Pind., Dem. — содеянное, совершенное;
        τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἄρχοντος πραχθέντα погов. Luc. — то, что было сделано до архонта Эвклида, т.е. преданное забвению ( намек на общую амнистию всех причастных к злодеяниям Тридцати тираннов);
        περισσὰ π. Soph. (пытаться) делать невозможное;
        ὅ τῷ θυμῷ πραχθεὴς φόνος Plat. — убийство, совершенное в гневе;
        π. καὴ βουλεύειν Soph.помогать делом и советом

        4) добиваться, достигать
        

    (οὐδὲν π. δυνάμενος Polyb.)

        ἔπρηξας καὴ ἔπειτα Hom. — добилась ты-таки наконец;
        χρῆμα οὐ πρήξεις Hes.ничего ты не достигнешь

        5) работать, трудиться, заниматься
        

    τὰ ἑαυτοῦ π. Soph. — заниматься собственными делами;

        π. τὰ πολιτικά и τὰ τῆς πόλεως Plat., τὰ πράγματα Lys. — заниматься общественно-политическими делами;
        τὰ γεωργικὰ εὖ π. Xen. — с успехом заниматься земледелием;
        π. τινί, πρός и ἔς τινα или ὑπέρ τινος Thuc., Dem.работать в пользу кого-л. или держать чью-л. сторону;
        πολλὰ π. Her. — хлопотать, суетиться, метаться

        6) действовать, поступать
        σὺν ἀργύρῳ π. Soph.действовать с помощью подкупа

        7) готовить, устраивать, устанавливать
        

    (φιλίαν, εἰρήνην Dem.)

        κάθοδόν τινι π. Plut.добиваться возвращения кого-л. (из ссылки);
        τῶν Κορινθίων πρασσόντων ὅπως τιμωρήσονται αὐτούς Thuc.так как коринфяне готовились отомстить им (афинянам)

        8) причинять, доставлять
        9) оканчивать(ся), завершать(ся)
        

    (ὅ στόλος οὕτω ἔπρηξεν Her.)

        κατὰ τέν ναυμαχίαν οὕτως ἐπεπράγεσαν Thuc.таков был исход морского сражения

        10) оканчивать (жизнь), погибать
        11) губить, умерщвлять
        

    (τινά Aesch.)

        12) получать, приобретать
        

    (ἄκοιτιν, κλέος Pind.)

        13) вести переговоры, договариваться
        14) проводить жизнь, чувствовать себя
        

    εὖ (καλῶς, εὐτυχῶς, μακαρίως, εὐδαιμόνως, ἀγαθόν) π. Plat., Xen., Trag., Arph. — быть счастливым, процветать;

        πῶς ἄρα πράσσει Ξέρξης? Aesch. — что с Ксерксом?;
        τὸ εὖ π. παρὰ τέν ἀξίαν Dem. — незаслуженное счастье;
        εὖ πρᾶσσε! (в — письмах) Plat. будь счастлив!;
        κακῶς (φλαύρως, δυστυχῆ) π. Her., Aesch., Thuc. — быть несчастным;
        χαλεπώτατα π. Thuc. — быть в весьма трудном положении;
        μικρὰ καὴ φαῦλα π. Dem.находиться в самом жалком положении

        15) заставлять платить, взыскивать, взимать
        

    (φόρον παρά τινος Her.; τὰς ἐσφοράς Dem.)

        π. τινὰ τὰ χρήματα Xen.требовать с кого-л. денег;
        τι καὴ πράξεις με ὑπὲρ αὐτοῦ σύ ; Luc. — сколько ты с меня потребуешь за него?;
        φόρους ἐκ или ἀπὸ τῶν πόλεων πράττεσθαι Thuc. — требовать дани с городов;
        τὰ πραττόμενα Polyb.налоги

        16) воздавать, карать
        

    πατρὸς φόνον π. Aesch. — мстить за убийство отца;

        ἀντίποινα πράξειν Aesch.отомстить

        17) хитростью передавать, предавать
        οἱ πράσσοντες Thuc.участники заговора

    Древнегреческо-русский словарь > πρασσω

  • 4 νύχι

    τό
    1) ноготь; коготь; 2) копыто;

    § νύχι καί κρέας — водой не разольёшь;

    (περπατάω στα νύχια — ходить на цыпочках;

    στα νύχια στέκω — стоять на задних лапках (перед кем-л.);

    από μικρά μου νύχια — с молодых лет, с молодых ногтей;

    απ' την κορφή ως τα νύχια — с головы до ног;

    μην πέσεις στα νύχια μου! — не попадайся мне в руки!;

    δεν έχει νύχιο να ξυστεί — он беден как церковная крыса

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νύχι

См. также в других словарях:

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιλιάς, Μικρά — Ποίημα του επικού κύκλου, το οποίο αποδίδεται στον Λέσχη τον Μυτιληναίο, ποιητή του 7ου αι. π.Χ. Το ποίημα περιλάμβανε τέσσερα βιβλία, τα οποία είναι κυρίως γνωστά από μια ανάλυσή τους από τον Πρόκλο. Το περιεχόμενο της Μ.Ι. αναφέρεται στις… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»